αεριοπαραγωγός

αεριοπαραγωγός
αυτός που παράγει αέριο (πρβλ. αεριογόνος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + παραγωγός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas producer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”